- φυτουργώ
- -έω, ΜΑ [φυτουργός]καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, είμαι φυτουργός*μσν.μτφ. εκκλ. φωτίζω με τη θεία χάρη («φυτουργεῑ τὴν καρδίαν», Πισίδ. Γ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτουργῷ — φυτουργός tending plants masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφυτουργώ — καταφυτουργῶ, έω (Α) φυτεύω, εμφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυτουργῶ «καλλιεργώ φυτά»] … Dictionary of Greek
φυτουργός — όν, ΜΑ, και φυτοεργός, όν, Α 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου 2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτουργός κηπουρός και κυρίως αμπελουργός αρχ. μτφ. (με ή… … Dictionary of Greek
φυτούργημα — ήματος, τὸ, Α [φυτουργῶ] 1. περιποίηση φυτών, φυτουργία* 2. αυτό που φυτεύεται, φυτό 3. τόπος κατάφυτος, κήπος … Dictionary of Greek
ВСЕХ СВЯТЫХ НЕДЕЛЯ — [греч. Κυριακὴ τῶν ῾Αγίων Πάντων], 1 я неделя (воскресенье) после праздника Пятидесятницы, в к рую совершается память всех святых. На Востоке появление памятей всех мучеников, или всех святых, относится по крайней мере к кон. IV нач. V в. В… … Православная энциклопедия